- ερυθροπώγων
- (-ωνος) ο рыжебородый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ερυθροπώγων — ο αυτός που έχει ερυθρό πώγωνα (γένια), ο κοκκινογένης. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γερμ. Rothbart, όπως ονομάστηκε ο Φρειδερίκος Α’, αυτοκράτορας τής Γερμανίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Αναστ. Πολυζωίδη] … Dictionary of Greek
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
Μπαρμπαρόσα — Προσωνυμία (= ερυθροπώγων, δηλαδή με κόκκινη γενειάδα) του Γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α’. Βλ. λ. Φρειδερίκος. Όνομα τριών αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας … Dictionary of Greek